- λιβαδοτόπι
- το, και λιβαδότοπος, ο (Μ λιβαδοτόπι και λιβαδότοπον)1. τόπος γεμάτος λιβάδια2. λιβάδι, βοσκότοπος.[ΕΤΥΜΟΛ. < *λιβαδοτόπιον, υποκορ. τού λιβαδότοπος < λιβάδι + τόπος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λιβαδότοπος — ο βλ. λιβαδοτόπι … Dictionary of Greek